αύτανδρος

αύτανδρος
-η, -ο (AM αὔτανδρος, -ον) [ανήρ]
Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο»
β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον»
γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)
II. επίρρ. αὐτανδρί
με όλους τους άντρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὔτανδρος — together with the men masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύτανδρος — η, ο (για πλοίο, βάρκα κτλ.), αυτός που χάνεται μαζί με όλους όσους βρίσκονται μέσα του: Το πλοίο χάθηκε αύτανδρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτάνδρως — αὔτανδρος together with the men adverbial αὔτανδρος together with the men masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔτανδρον — αὔτανδρος together with the men masc/fem acc sg αὔτανδρος together with the men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρου — αὔτανδρος together with the men masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρους — αὔτανδρος together with the men masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρων — αὔτανδρος together with the men masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρῳ — αὔτανδρος together with the men masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔτανδρα — αὔτανδρος together with the men neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔτανδροι — αὔτανδρος together with the men masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”